- εἴργω
- ἔργω 1shut inpres subj act 1st sg (attic epic)ἔργω 1shut inpres ind act 1st sg (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
είργω — εἴργω και εἵργω (Α) βλ. έργω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. εἴργω (< *ε (F)εργω, με προθηματ. ε ) ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *wer g «κλείνω, εγκλείω, περικλείω». Οι διάφοροι τ. τού ρήματος εμφανίζονται τόσο με ψιλή όσο και με δασεία πρβλ. ενεστ. εἴργω (απείργω) και … Dictionary of Greek
εἵργω — ἔργω 1 shut in pres subj act 1st sg (attic) ἔργω 1 shut in pres ind act 1st sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έργμα — (I) ἔργμα, τὸ (Α) έργο, πράξη. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράγωγο τού αοριστικού θ. τού έρδω «εργάζομαι, πράττω» (πρβλ. μέλλ. έρξω < *έργ σω, παρακμ. έ οργ α)]. (II) ἕργμα, τὸ (Α) φραγμός, περίφραγμα («πρὸς ἕργμα τυμβόχωστον ἔχομαι τάφου», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
ανείργω — ἀνείργω (Α) αναστέλλω, αναχαιτίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α) * + είργω ή είργω, αττ. τ. του έργω «εμποδίζω»] … Dictionary of Greek
εργάθω — ἐργάθω και ἐργαθῶ, έω (Α) 1. αποχωρίζω, αποσπώ, αποκόπτω 2. συγκρατώ, αναχαιτίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τού είργω που μαρτυρείται μόνο σε αοριστικούς τ. Το γεγονός αυτό οδήγησε άλλους στον χαρακτηρισμό τών μαρτυρούμενων τ. εέργαθεν καί ειργαθείν … Dictionary of Greek
εφέργω — ἐφέργω (Α) 1. κατακρατώ, περιορίζω 2. (ειδ. για το νερό) εμποδίζω τη ροή. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἔργω, επικ. τ. τού εἴργω / εἵργω «εγκλείω, περικλείω»] … Dictionary of Greek
όρχος — ο (Α ὄρχος) νεοελλ.) στρ. 1. εδαφικός χώρος σε εκστρατεία, κλειστός ή ανοιχτός, στον οποίο εγκαθίσταται μια στρατιωτική μονάδα που έχει οχήματα, άρματα ή πυροβόλα 2. (κατ επέκτ.) ο οργανωμένος χώρος στη μόνιμη έδρα μιας μονάδας στον οποίο… … Dictionary of Greek
Bacchvs — BACCHVS, i, Gr. Βάκχος, ου, (⇒ Tab. X. & ⇒ XVI.) 1 §. Namen. Diesen soll er, nach einigen, von βαχέω, ich heule, ich kreische, haben; Eustath. ap. Ludov Vivem ad Augustin. de C. D. lib. VI. c. 9. wogegen ihn andere von ἴακχος, und dieses wieder… … Gründliches mythologisches Lexikon
άερκτος — ἄερκτος, ον (Α) άφραχτος, ανοιχτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + εἴργω (= εγκλείω, αποκλείω, εμποδίζω, κωλύω)] … Dictionary of Greek
άφερκτος — ἄφερκτος, ον (Α) αποκλεισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο * + είργω «εγκλείω, αποκλείω, εμποδίζω, κωλύω» (πρβλ. άερκτος)] … Dictionary of Greek